αοργητος

αοργητος
    ἀόργητος
    ἀ-όργητος
    2
    незлобивый, невозмутимый Arst., Plut.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "αοργητος" в других словарях:

  • αόργητος — ἀόργητος, ον (Α) 1. αυτός που δεν έχει οργή, που δεν μπορεί να οργιστεί 2. όποιος συγκρατεί την οργή του, ψύχραιμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + οργητος, εκτεταμένος τ. του οργος (< οργή), κατά το άνοος ανόητος (πρβλ. δυσόργητος κ.λπ.)] …   Dictionary of Greek

  • ἀόργητος — not irascible masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀοργητότατον — ἀόργητος not irascible masc acc superl sg ἀόργητος not irascible neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀοργήτως — ἀόργητος not irascible adverbial ἀόργητος not irascible masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀόργητον — ἀόργητος not irascible masc/fem acc sg ἀόργητος not irascible neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀοργητότατοι — ἀόργητος not irascible masc nom/voc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀοργήτου — ἀόργητος not irascible masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀοργήτους — ἀόργητος not irascible masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀοργήτων — ἀόργητος not irascible masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀοργήτῳ — ἀόργητος not irascible masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀόργητοι — ἀόργητος not irascible masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»